- υφαλόχρωμα
- το, Ν(ναυτ.-χημ.) το χρώμα μοράβια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + χρώμα. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. peintures sousmarines].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υφαλόχρωμα — το, ατος (ναυτ.), χημική σκευασία για επάλειψη στα ύφαλα των πλοίων ή των σημαντήρων, τα οποία προφυλάγει από τη διάβρωση της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)